απανταχούσα

απανταχούσα
η
1. πατριαρχική εγκύκλιος
2. εγκύκλιος αρχιερέα ή ηγουμένου την οποία απευθύνει προς το ποίμνιο ή τους μοναχούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία του
3. επιτιμητικό έγγραφο ή επιστολή
4. αυστηρή επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχού + (κατάλ.) -σα κατά τα ζεύγη λεχού -λεχούσα, χρυσομαλλού -χρυσομαλλούσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απανταχούσα — απανταχούσα, η και πανταχούσα, η 1. εγκύκλιος ανώτατης εκκλησιαστικής αρχής. 2. (μτφ.), μακρά και έντονη επιτίμηση: Πήρα σήμερα από το νομάρχη μιαν απανταχούσα που με στενοχώρησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανταχούσα — η η απανταχούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχούσα με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”